- ἐθύετο
- ἐθύ̱ετο , θύω 1offer by burningimperf ind mp 3rd sgἐθύ̱ετο , θύω 2rageimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ALOA — numerô plurali festivitas fuit agricolarum Athenis, quae subvectis ex agris frugibus celebrabatur. Sic dicta, quod in areis, quae Graece Α῎λως dicuntur, praecipue moras traherent homines; unde et Cererem Α᾿λωάδα, i. e. areas replentem, veteres… … Hofmann J. Lexicon universale
HALOA — Hesych. Α῾λῶα ἑορτὴ Α᾿θήνῃσι. Cuius vero Dei fuerit, haudquaquam exprimit, ut neque Harpocration et Suid. qui tamen ex Philochoro nominis originem exponunt: Α῾λλῶα ἑορτή ἐςτιν Α᾿ττικὴ, Φιλόχορος δέ φησιν ὀνομαςθῆναι ἀπο τȏυ τότε τὸς ἀνθρώπους τὰς … Hofmann J. Lexicon universale
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό … Dictionary of Greek
ολοκαυτώ — (I) ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, έω (Α) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.). (II) ὁλοκαυτῶ, όω (ΑΜ) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα … Dictionary of Greek